3 Ιουλ 2008

«ΔΥΟ ΗΛΙΟΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ»

(Απόσπασμα από μία συζήτηση του Βλ. Ρασσιά με τον σκηνοθέτη Γιώργο Σταμπουλόπουλο σχετικά με την εξαιρετική ιστορική ταινία του δεύτερου «Δύο Ήλιοι στον Ουρανό», 1992. Ολόκληρη η συζήτηση υπάρχει στο τεύχος 2 του περιοδικού «Διιπετές», που κυκλοφόρησε τον Μάϊο του «1992»)

ΓΣ: Το σενάριο είχε αρχίσει να γράφεται από το 1985, με μια προϊστορία δική μου πάνω στην μελέτη διαφόρων πραγμάτων γύρω από την Ιστορία γενικότερα. Στα 1985 λοιπόν, εγώ προσωπικά άρχισα να συνειδητοποιώ μερικές αλήθειες, όταν άρχισε να γίνεται σοβαρή και εμφανέστατη η πτώση των ιδεολογιών σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν είχε πέσει όμως ακόμα το τείχος του Βερολίνου. Δηλαδή δεν είχε γίνει ακόμα ορατή αυτή η ιστορία, είχε αρχίσει όμως να διαφαίνεται σοβαρά και μέσα στα ελληνικά πράγματα.

Με την πτώση των ιδεολογιών σε όλα τα επίπεδα, τα άμεσο υποκατάστατό τους γίνεται η θρησκεία, και είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται κάτι τέτοιο από το Ιράν του Χομεϊνί. Τότε είχε αρχίσει λοιπόν να με ερεθίζει το «τι γίνεται τώρα και το τι θα γίνει παρακάτω;», «πού πάμε;», «πού πάμε σε έναν κόσμο χωρίς ταξικές και ιδεολογικές συγκρούσεις; Εκλείπουν αυτές έτσι, ως δια μαγείας; Και δυστυχώς εξέλειπαν ως δια μαγείας! Και μετά τι θα γίνει; Αρχίζει εκείνη η ιστορία του Βαλέσα στην Πολωνία, με πάρα πολλά ανοίγματα στην Εκκλησία, μέχρι που έφθασε, αργότερα βέβαια, να αφιερώσει την προεδρία του στην… Καθολική Εκκλησία και παράλληλα υπήρχε πάντα –φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών- κι εκείνο το κύμα θρησκοληψίας στην Αμερική.

Αυτά υπήρξαν τα «γύρω – γύρω» στοιχεία, με ένα ελληνικό γεγονός, το οποίο εμένα με έβαλε σε πάρα πολλή σκέψη. Όταν ήλθε το «Άξιον Εστί» από τον Άθω, πέρασαν και προσκύνησαν στην Μητρόπολη, στην Αθήνα, ένα εκατομμύριο άνθρωποι σε έναν πληθυσμό τριών και μισού εκατομμυρίων, που σημαίνει πως πάνω από το 25% των Αθηναίων πήγαν και προσκύνησαν, ένα ποσοστό που δεν είναι εκείνο που πηγαίνει στις εκκλησίες. Ένα «άλλος κόσμος» λοιπόν, που δεν αποκλείεται να συσχέτισε το προσκύνημα με το σκυλάδικο, πέρασε από εκεί. Αυτό με έβαλε σε πολλές σκέψεις. Και μέσα στην ίδια μου την χώρα, υπήρχε η αποδοχή ενός γεγονότος με θαύματα και λοιπά και λοιπά, πάρα πολύ ισχυρή και έντονη. Έτσι λοιπόν άρχιζα να εντοπίζω ότι «κάτι τρέχει γύρω μας»… Από εκεί και πέρα βέβαια, υπήρχε πάντοτε το παλιό ερώτημα «πώς βρεθήκαμε να είμαστε χριστιανοί;», «τα έγινε ακριβώς και πότε έγινε αυτό το πράγμα;» και προσπάθησα να το απαντήσω. Σ’ αυτή την προσπάθεια πήγαινα πια στα σίγουρα προς ένα σενάριο.

(…)

ΒΡ: Την θέση του Χριστιανισμού την έχουμε στην ταινία σας εξ άμβωνος, μέσα από την εκκλησία, κι εκεί ακριβώς δίνεται άριστα και μάλιστα αντιπαραθετικά: από την μία έχουμε τον (πρωταγωνιστή «ειδωλολάτρη» ηθοποιό) Τιμόθεο που βγαίνει μέσα στο θέατρο να ερμηνεύσει διδαχτικά πέραν της Τραγωδίας ορισμένα πράγματα και από την άλλη έχουμε από τον άμβωνα την κατακεραύνωση του Θεάτρου, της ηδονής, του γέλιου –σε πρώτο επίπεδο- και μετά την επέμβαση των στρατιωτών από την άλλη. Έχουμε πλέον την απόλυτη χριστιανική θέση, δοσμένη πια όχι σαν Θρησκεία ή κοσμοθεώρηση, αλλά ως τάξη πραγμάτων και σχέση εξουσίας, όπου λέγεται κιόλας, αν θυμάμαι καλά, το «ας είναι ευλογημένος ο φόβος» γιατί μέσα στα πλαίσιά του «δεν υπάρχει έγκλημα». Εκεί δηλαδή έχουμε μία ανοικτή εξύμνηση της καταστολής, με τα σημερινά μάλιστα πλαίσια.

ΓΣ: Ναι, και σημειωτέον ότι όλο αυτό το κομμάτι, που βέβαια είναι προσαρμοσμένο σε μία γλώσσα κατανοητή για τον σημερινό ακροατή, είναι ένα κομμάτι που το έχει γράψει ο ίδιος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στους λόγους του «Προς ανδριάντας». Οι σκηνές βασίζονται σε αποδεδειγμένα ιστορικά γεγονότα, έχουν συμβεί όλα αυτά, δηλαδή έγινε όντως εξέγερση στην Αντιόχεια το 387 και ήτανε ο Χρυσόστομος, ως αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας τότε, εκείνος που κατακεραύνωσε το Θεάτρο… Όταν έγινε η εξέγερση και το αποτέλεσμά της ήταν να ρίξει ο λαός τους ανδριάντες του Θεοδοσίου και να τους σπάσει, ο Χρυσόστομος έγραψε είκοσι νομίζω ή είκοσι δύο λόγους του «Προς ανδριάντες», στους οποίους αναπτύσσει ένα ολόκληρο σκεπτικό πάνω στο πόσο σωστά και καλά θα περνάμε κάτω από το κράτος του Φόβου. Του Φόβου όμως της Εξουσίας, όχι του φόβου του Θεού. Του Φόβου δηλαδή που εμπνέουν οι άρχοντες και οι ένοπλοι στρατιώτες.