25 Αυγ 2008

W. E. H. LECKY: Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΚΕΨΗ ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Η ιστορία μας λέει, ότι όσο ο πολιτισμός προοδεύει, η συμπόνια των ανθρώπων γίνεται ταυτόχρονα θερμότερη και πιο εκτενής, η συνήθης συμπεριφορά τους γίνεται πιο ευγενική και πιο ήπια και η αγάπη τους για την αλήθεια πιο ειλικρινής. Αλλά η Ιστορία επίσης μας κάνει γνωστό ότι μέσα σε περιόδους μεγάλης διανοητικής διαφώτισης και μεγάλης κοινωνικής πνευματικής καλλιέργειας, οι ερωτικές σχέσεις των δύο φύλων συχνά είχαν καταστεί πάρα πολύ «αναρχικές», με την σημερινή έννοια της λέξης. Είναι αδύνατο να αρνηθούμε ότι η μορφή την οποία προσλαμβάνουν αυτές οι σχέσεις σήμερα έχει επηρεασθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ειδική θρησκευτική διδασκαλία του Χριστιανισμού, η οποία για καλό ή για κακό, ελαττώνεται τους τελευταίους αιώνες αρκετά γρήγορα, τουλάχιστον στην σφαίρα της διανόησης.

Εκείνος όμως που θα συλλογισθεί σοβαρά επάνω στις καθαρές αντιλήψεις μας για την διαφορά μεταξύ της «αγνότητας» και της «ανηθικότητας», επάνω στους νόμους που κυβερνούν τα συναισθήματά μας και επάνω στα ενδιαφέροντα των παιδιών που γεννιούνται, μπορεί εύκολα να πεισθεί για το ότι μέσα σ’ αυτές τις αντιλήψεις μας, όπως και σε άλλους πνευματικούς τομείς άλλωστε, υπάρχουν συγκεκριμένα αιώνια ηθικά ορόσημα, τα οποία δεν μπορεί ποτέ να εξαλειφθούν.

Η Ευρωπαϊκή Σκέψη αρχίζει με τους αρχαίους Έλληνες. Αυτοί την έκαναν αυτό που είναι: δηλαδή τον μόνο τρόπο σκέψης. Η επιβολή της στον δυτικό κόσμο είναι αναμφισβήτητη. Επιπρόσθετα, η βαθμιαία επανανακάλυψη του Ελληνικού Κόσμου μάς επιτρέπει να ανιχνεύσουμε βαθμηδόν, εκείνους τους σπόρους οι οποίοι τελικά δημιούργησαν τις ευρωπαϊκές ιδέες για την διάνοια και την ψυχή, και ως εκ τούτου έκαναν δυνατή την γέννηση της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, της επιστήμης, των ηθών και της πνευματικότητας. Η Αρχαία Ελλάδα ήταν εκείνη που δημιούργησε τις αντιλήψεις του ανθρώπου ως διανοητικού όντος, οι οποίες επηρέασαν οριστικά την μεταγενέστερη εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Σκέψης. Γι’ αυτό έχουμε την προδιάθεση να επιλέξουμε τα επιτεύγματα του 5ου προχριστιανικού αιώνα για ιδιαίτερο έπαινο και να αποδώσουμε σ’ αυτά ένα κύρος διαχρονικό.

Η μεταχριστιανική θρησκευτική πίστη ως επί το πλείστον είναι δεμένη σ’ ένα δόγμα, το οποίο οι άνθρωποι πρέπει είτε να προσβάλουν, είτε να το υπερασπίζονται με την ίδια την ζωή τους. Όλα αυτά ήταν άγνωστα για τους αρχαίους Έλληνες.

Για τους Ιουδαίους οι θεοί των γειτονικών τους λαών ήσαν εχθροί του Ιαχωβά.

Οι αρχαίοι Έλληνες όμως, δεν σκέπτονταν με τον ίδιο τρόπο που σκέπτονταν οι Ιουδαίοι, οι χριστιανοί ή οι μωαμεθανοί, οι οποίοι πιστεύουν μόνον σε «έναν» «αληθινό» Θεό, τον δικό τους, έναν Θεό που απαιτεί την αποστροφή από εκείνους που δεν τον αναγνωρίζουν.

Επιπλέον, η χριστιανική απαίτηση ότι θα έπρεπε να ανατραπεί ή φυσική πορεία των γεγονότων, για να ενδυναμωθεί και να ανανεωθεί η πίστη του χριστιανού, δια μέσου των παραδόξων και της μαγείας, αποτελεί μία ακόμη αντίληψη που δεν συναντάμε ποτέ στους αρχαίους Έλληνες.

Με βάση τα παραπάνω, προχωρούμε τώρα σε μία μάλλον γενική αλήθεια: ο πρωτόγονος άνθρωπος νόμιζε ότι ήταν δεμένος με τους Θεούς, καθώς δεν είχε ακόμα υψωθεί στο να συνειδητοποιήσει την δική του ελευθερία. Οι αρχαίοι ΄Ελληνες όμως, υπήρξαν οι πρώτοι που διέσπασαν αυτόν τον φραγμό και έτσι δημιούργησαν τον δυτικό μας πολιτισμό.

Ο Έλληνας που λατρεύει τον Θεό, δεν φοβάται μέσα σε μία αίσθηση ασημαντότητας από τον τρόμο που θα ενέπνεε ο Θεός του. Η Αθηνά λέει, σαν να μιλούσε σε ένα ισάξιο άτομο: ακολούθησέ με, εάν το θέλεις.

Οι όμορφες γυναίκες και οι γενναίοι ήρωες στην αρχαία Ελλάδα δέχονται τον θαυμασμό, τα καλλιτεχνικά δουλεμένα σκεύη είναι «ένα θαύμα να τα κοιτάζεις». Το ελληνικό ρήμα για τον θαυμασμό, το «θαυμάζειν», προέρχεται από το «θεάσθαι», που σημαίνει «το να βλέπεις». Με τον θαυμασμό της ομορφιάς που ιδιοποιείται τον τρόμο της άγνωστης θεότητας, το Θείον γίνεται ταυτόχρονα περισσότερο οικείο. Η παρουσία του έτσι φαίνεται πιο φυσική και πιο πειστική από πριν.

Ο Θεός των Ελλήνων ξεπερνά κατά πολύ τον Θεό των Ιουδαίων, των Ινδών ή των Κινέζων, ενθαρρύνοντας αυτούς που τον λατρεύουν να εξισωθούν μ’ αυτόν. Οι Έλληνες υπήρξαν πάντα επιρρεπείς στον κίνδυνο να υπερβαίνουν αναιδώς τα όρια. Και από αυτούς η Ευρώπη έχει κληρονομήσει εκείνη την μάταια φιλοδοξία – που ονομάζεται ύβρις από τους Έλληνες – η οποία παρά την ύπαρξη του Χριστιανισμού, ή μάλλον ακριβώς λόγω των διδασκαλιών του, έχει καταλήξει στο να είναι η μεγάλη διαστροφή, ο αντίποδας κάθε αρετής και η αιτία μίας πολύ σκληρής εξιλέωσης.

Το κάθε τι επάνω στην γη, σκιάζεται από την πεποίθηση ότι ακόμα και το άνθος της νεότητας, όπως και η δύναμη της ωριμότητας δεν θα αποτρέψουν τον θάνατο, μία σκέψη η οποία επηρεάζει τους ανθρώπους με την πιο βαθιά μελαγχολία. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχαίοι ΄Ελληνες δεν έφθασαν ποτέ στο σημείο να επιδρά στην ζωή τους η αγωνία για τον θάνατο.

Οι Έλληνες αντιμετώπιζαν έναν Κόσμο με σημασία και τάξη, και τον αντιμετώπιζαν με θαυμασμό και γαλήνη του πνεύματος. Η ομορφιά του Κόσμου, που υποσχόταν να αποκαλύψει την σημασία του και την τάξη του, εκτεινόταν δελεαστικά μπροστά τους. Ο Έγελος κάποτε είπε: «Η θρησκεία είναι η σφαίρα μέσα στην οποία ένα έθνος δίνει στον εαυτό του τον ορισμό εκείνου που αυτό θεωρεί ότι είναι η Αλήθεια».

Ο Πλάτων, προσδιορίζοντας το Αληθινό ως το Τέλειο, την ιδέα του Αγαθού, επιφέρει μόνο μία αλλαγή επάνω στην βασική αντίληψη της Ολύμπιας Θρησκείας. Με την ίδια δύναμη, η πλαστική τέχνη των Ελλήνων φαίνεται να λέει ότι η ομορφιά και η τελειότητα αυτού του Κόσμου των μορφών θα έπρεπε να είναι φανερή στον οποιοδήποτε, ο οποίος εμβαθύνει αρκετά στα πράγματα. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι το ότι οι επιστήμες προήλθαν από αυτήν την ίδια πεποίθηση ως προς το ότι ο Κόσμος μας είναι έλλογος και ανοιχτός στην ανθρώπινη νόηση. Με αυτόν το τρόπο είναι οι Ολύμπιοι Θεοί εκείνοι που μάς έχουν κάνει τους Ευρωπαίους που είμαστε.

Ακόμα και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, οι οποίοι εκτιμούσαν την θεωρητική ή την στοχαστική ζωή περισσότερο από την πρακτική ζωή, διότι αυτή οδηγεί πέραν του υλικού κόσμου, εμποτίζουν την θεωρία τους με ίχνη ενός θρησκευτικού συναισθήματος το οποίο τελικά εκπηγάζει από το ομηρικό «θαυμάζειν». Είναι αρκετά αληθές το ότι αυτή η πρόοδος της σκέψης προς την Φιλοσοφία πραγματοποιήθηκε διαμέσου μίας μικρής απάρνησης των ίδιων Θεών, οι οποίοι έχαναν τον φυσικό και τον άμεσο σκοπό τους ανάλογα, όσο ο άνθρωπος συνειδητοποιούσε την δική του πνευματική οντότητα.

Η πίστη με την χριστιανική έννοια ήταν άγνωστη στους αρχαίους Έλληνες, ιδιαίτερα όσον αφορά την Ομηρική Θρησκεία, η οποία γενικά ρύθμιζε τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας. Ο ελληνικός Μύθος δεν κατεστράφη, ούτε καν απειλήθηκε ποτέ, από την αντίδραση εκείνων που δεν πίστευαν ή από τον φανατισμό των όποιων αιρετικών.

Για τον φιλόσοφο Σωκράτη, η διαρκής ευτυχία δεν μπορεί να προέρχεται από το σώμα, το οποίο είναι φθαρτό, αλλά πρέπει να συνδέεται με την ψυχή, επειδή μόνον αυτή είναι αθάνατη. Στην σκέψη του συγκεκριμένου φιλοσόφου, υπάρχει η απόλυτη βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος, λόγω της γνώσης του, έχει ένα μερίδιο σε εκείνη την πραγματικότητα η οποία είναι παγκόσμια και αιώνια και γι’ αυτό πρέπει να ξαναδυναμώνει στον ανώτατο βαθμό την προσπάθειά του για να κατακτά εκείνη την γνώση, ακόμα και εάν η τέλεια σοφία είναι στην πραγματικότητα πολύ πέρα από την σφαίρα των δυνατοτήτων του. Μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος θα έχει ποτέ την ευκαιρία να διασπάσει το φράγμα της ατομικότητάς του και να κερδίσει την ευτυχία.

W. E. H. Lecky



Πηγή: Περιοδικό ΔΙΙΠΕΤΕΣ